Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΤΣΙΜΗ 
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ"
 ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Ο «ΑΛΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ». ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ» ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΤΣΙΤΑΚΗ.

Το θέμα της εξοικείωσης με το θάνατο έχει απασχολήσει στο πέρασμα του χρόνου φιλοσόφους, ψυχαναλυτές, ποιητές, διανοούμενους, φυσικά εραστές ρομαντικούς ή μη, θεατρικούς συγγραφείς, ιερείς και θεολόγους, μελετητές και αποκρυφιστές. Με όσο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης κι αν έχει η κάθε κατηγορία, στο τέλος όλοι συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα: κανείς δεν είναι σίγουρος  για την απατηλή υπόσχεση της μετά θάνατο ζωής αφού ακόμη δεν έχει πεθάνει. Δεν έχει δηλαδή μεταβεί σε ότι καραδοκεί- από τον παράδεισο και την κόλαση μέχρι το απόλυτο τίποτα,-να μας καλέσει κοντά του  μετά το τέλος της ανθρώπινης σάρκας και υπόστασης.
Ο Φρόιντ στο μεγάλο μέρος του συγκλονιστικού του  έργου εξερευνά όχι τόσο το μετά, αυτό δεν τον συγκινεί, αλλά το κατά, δηλαδή τον απόλυτο τρόμο του ατόμου απέναντι στο τέλος. Ο άνθρωπος, ταξιδιώτης ασυνείδητος της ζωής, δεν αντιλαμβάνεται σε πληρότητα την έννοια του τέλους γιατί κανείς δεν τον προετοιμάζει ποτέ σωστά κι επομένως δεν έχει παρά να αποδιώξει, δηλαδή να προβάλει στην ουσία σε άλλους χώρους και συναισθηματικά το  ίδιο πάντα πρόβλημα: τον εσωτερικό φόβο του θανάτου, κάτι που ο μεγάλος ψυχαναλυτής και η γύρω του σχολή αποφάσισαν να εντοπίσουν μέσω της ανάλυσης των ονείρων και της σεξουαλικότητας.
Ο θάνατος ως απότομος, ξαφνικός μαύρος θεριστής που δε λογαριάζει σχέδια και όνειρα, είναι που απασχολεί τη Δέσποινα Τσιτάκη στο πρώτο της ογκώδες από άποψη σελίδων, μυθιστόρημα. Το βιβλίο, που στην ουσία κρύβει τον αληθινό του τίτλο που είναι πέρα από το επίσημο  «χτύπα ξύλο», η ονομασία που αποδίδεται στο τέλος του βιβλίου και είναι «καλειδοσκόπιο θανάτου». Η λέξη αυτή είναι που συνταράσσει σε σχέση με την εξήγησή της αλλά και τη σύνδεση με το μυθιστόρημα αυτό που πραγματεύεται τον θάνατο με μια εκπληκτική οικειότητα. Στο λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. 2005, μαθαίνουμε ότι καλειδοσκόπιο είναι ένα οπτικό όργανο που αποτελείται από επίπεδα κάτοπτρα τοποθετημένα μέσα σε αδιαφανή σωλήνα σε τέτοια γωνία μεταξύ τους ώστε να σχηματίζονται συμμετρικά φαντασμαγορικά σχήματα από τις πολλαπλές ανακλάσεις κομματιών χρωματιστού γυαλιού που βρίσκονται κι αυτά μέσα στον ίδιο σωλήνα, τα δε σχήματα που προβάλλονται, αλλάζουν διαρκώς με την περιστροφή του σωλήνα. Στην ουσία δηλαδή το όργανο αυτό στηρίζεται σε μια απάτη οφθαλμολογική κι επομένως είναι απάτη ο θάνατος, είναι μονάχα μια προβολή του πνεύματος, ένας εξορκισμός έστω του φόβου μας απέναντι στο μεγάλο σκοτάδι που μας κυκλώνει, είμαστε εμείς τα κάτοπτρα και πάνω μας προβάλλονται οι θάνατοι φίλων, συγγενών, ιδέες μισοτελειωμένες, όνειρα απατηλά, ταξίδια που δεν τολμήσαμε να κάνουμε μέσα στις ζωές των άλλων, είναι αυτός ο άγνωστος άλλος που κρύβουμε μέσα μας κι εν τέλει ο ίδιος μας ο επίπλαστος θάνατος, είμαστε εμείς  που σκάβουμε μόνοι μας τον τάφο μας λοιπόν;
Μέσα σε όλα αυτά τα βασικά ερωτήματα που θέτει η Δέσποινα Τσιτάκη στο έργο της, κυρίαρχο ρόλο δεν παίζει η εύρεση των απαντήσεων, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που παίζει με το γνωστό κανόνα του ευτυχούς τέλους, δεν υπάρχουν άγγελοι με δραστικές παρεμβάσεις, από μηχανής αυθεντικοί θεοί, δεν υπάρχουν θαύματα, υπάρχει μονάχα η ατέρμονη, τρομακτική, επίπονη αναζήτηση του θανάτου ως μετάβαση. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο της μετάβασης είναι που εάν αναγνωσθεί σωστά, θα ξεκλειδώσει το βιβλίο και θα δώσει ένα τέλος στο πείραμα-παιχνίδι-απάτη του καλειδοσκόπιου. Ο θάνατος είναι απλώς ακόμη ένα σκαλί σε ένα συνεχές προχώρημα ή και αιώρημα ίσως, προς τα μπροστά. Το εάν συμβαίνει ξαφνικά, αναπάντεχα και σε νεαρή ηλικία, δεν έχει να κάνει με τη σκληρότητα του θεού των χριστιανών ούτε με κάποια ατελέσφορη μυστικοπάθεια και πόσο μάλλον με κάποια «αμαρτία» γονέων. Ο θάνατος δεν είναι η τιμωρία που έρχεται να φοβερίσει τον αμαρτωλό, τον άνθρωπο που έχει κάνει πολλά λάθη στη ζωή του, που επέλεξε ένα δρόμο διαφορετικό από τον καθώς-πρεπεισμό και την ηθική της αρετής. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, εάν ο θάνατος ήταν η αμίλεικτη τιμωρία που έρχεται για τους εν δυνάμει «κακούς», τότε σαφώς οι πολιτικοί ηγέτες μας θα μας είχαν λείψει από καιρό, οι δε άγιοι της εκκλησίας μας, θα ήταν ακόμη μαζί μας…
Όμως ο θάνατος δεν είναι παιχνίδι. Είναι το πέρασμα στο χθες, η διαρκής πια παρουσία σε ένα αιώνιο απουσιολόγιο της ζωής. Και η Δάφνη, η αντι-ηρωίδα του βιβλίου, το διαπιστώνει αργά, επώδυνα, το αντιλαμβάνεται καθώς το τέλος την αγκαλιάζει από παντού κι επομένως η προετοιμασία για τη μετάβαση πρέπει να εναρμονισθεί άμεσα με το μόνο στοιχείο που ξοδεύεται και  τροφοδοτεί το βιβλίο ως σημείο αναφοράς κι αυτό δεν είναι παρά ο χρόνος, η άλλη δυναμική του καλειδοσκόπιου που αντιδρά με το έτερο ζύγι του θανάτου.
Υπάρχει μια προσπάθεια συνομιλίας μέσα στο βιβλίο: μια προσπάθεια να μπουν κάποια πράγματα σε τάξη πριν ο μεγάλος θηρευτής έρθει. Αυτή η διαρκής προσπάθεια να συνομιλήσει κάποιος με το θάνατο σε χρόνο οριστικό αφού το τέλος είναι σύντομα κοντά, χαρακτηρίζει όλη σχεδόν την προσπάθεια γραφής, όλη την αγωνία, όλη την κατάκτηση του εσωτερικού διαλόγου που υφαίνεται μέσα σε ένα κόσμο που συνοψίζει το άτομο ως ταυτόχρονο πνεύμα και ύλη με αναφορικό στοιχείο τη μεταφορά του πρώτου και τη σήψη του δεύτερου. Η συνομιλία είναι αυτή που έρχεται να καθορίσει τον τρόπο που επιλέγει η ηρωίδα Δάφνη και μέσα από αυτήν η έτερη ηρωίδα Φαίδρα και τελικά μέσα από αυτές η άγνωστη ηρωίδα Έλενα ώστε να περάσει ομαλά, χωρίς θρήνο και με συντροφιά τους μοναχικούς λύκους στην αντίπερα όχθη.
Δομικά και πάντα σε αντιπαραβολή με το θανατικό συμβολικό στοιχείο, εμφανίζεται, τι άλλο βέβαια, ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο ή καλύτερα όνειρο εφιαλτικό, σε όλη σχεδόν την έκταση του βιβλίου. Το όνειρο εμπεριέχει το καθαρτήριο στοιχείο του νερού μέσα στο οποίο ηρεμεί η ηρωίδα αλλά και το καταστρεπτικό στοιχείο μιας φάλαινας που φυσικά αντικατοπτρίζει το υπέρτατο ον που καταπίνει τα πάντα και κόβει δια παντός κάθε γέφυρα προς τη ζωή και την ελπίδα. Κι έτσι ο θάνατος έρχεται όσο το δυνατό γαλήνια χωρίς την ανάγκη κάποιου μεσολαβητή για τη διευκόλυνση της μετάβασης, κάποιου τυχάρπαστου εξομολογητή ή εκπροσώπου του εν γένει χριστιανικού θρησκευτικού στοιχείου. Εξετάζοντας λοιπόν από ψυχολογική οπτική το δεδομένο αυτό και ελκυόμενοι από τη σκοπιά της γνωστικής ψυχολογίας που απασχολείται με την κατάκτηση της γνώσης μέσα από την ανθρώπινη νόηση που σε σχέση και με τις ψυχαναλυτικές μεθόδους κατέληξαν να κάνουν έξαλλους τους εκπροσώπους της εκκλησίας και ιδιαίτερα της καθολικής και των προτεσταντών αφού απέσυραν κατά κάποιο τρόπο ένα μέρος της πελατείας τους από τον οίκο του Θεού στον οίκο της εσωτερικής αναζήτησης κι επομένως έπαψαν το μονοπώλιο της διαχείρισης της σωτηρίας και του θανάτου από την τράπεζα της εκκλησίας αποκλειστικά.
Καθώς οδεύω στο τέλος αυτής της ανάλυσης της μετάβασης όπως αυτή οριοθετείται μέσα στο βιβλίο της Δ. Τσιτάκη, θεωρώ σημαντικές δύο ακόμη στάσεις που γίνονται στο έργο οι οποίες αν και σύντομες διαχέουν και διατρέχουν συνολικά τις 455 σελίδες του. Είναι η παρουσία της ιδιαίτερης νοσοκόμας Ευδοκίας ως εν δυνάμει αόρατος άγγελος δίπλα στη Δάφνη καθώς και η εμφάνιση των λύκων προς το τέλος. Με τη βοήθεια της σημειολογίας, αν εξετάσουμε τη γυναίκα-φύλακα-άγγελο δεν έχουμε παρά να διακρίνουμε τη μοναδική ίσως απόπειρα που γίνεται για να βρεθεί μια γέφυρα-συμβιβασμός με την παρουσία του θείου στοιχείου στην έλευση του θανάτου χωρίς ωστόσο να έχουμε ποτέ το τελικό ξεκαθάρισμα της θέσης του παντεπόπτη Θεού στον κόσμο της Δάφνης που τελειώνει. Το άλλο δυναμικό στοιχείο, η παρουσία του λύκου, λειτουργεί σε αντιδιαστολή με ότι είναι καθιερωμένο. Ο λύκος, αρχέγονο σύμβολο πολλών παλιών πολιτισμών, εδώ δεν επιτίθεται, κάθε άλλο, εδώ γρυλλίζει για να προστατεύσει απέναντι σε αυτό το άγνωστο που μοιραία έρχεται. Αυτά τα δύο αντικείμενα, μαζί με την παρουσία των οικόσιτων ζώων υποκειμένων που είναι παντού ως μάρτυρες σιωπηλοί, καταλήγουν να προστατεύουν τη Δάφνη, να αποτελούν το εισιτήριό της για το διάβα του Αχέροντα, έναν οβολό πικρό μα και πολύτιμο αφού είναι αδύνατο πια να αποφευχθεί αυτή η τόσο αναπάντεχη κάθοδος στον Άδη, αυτή η άδικη έλλειψη από  το ζωοποιό στοιχείο του φωτός.
Τελικά, καθώς ο θάνατος προχωρεί νικώντας όλες τις αντιστάσεις και τα γελοία εμπόδια που του βάζουμε για να τον ξεγελάσουμε και στην ουσία να ξεγελάσουμε το είναι μας, εμάς και τον αστισμό μας που μας διατρέχει και μας παραδίδει απροετοίμαστους στο μεγάλο θηρευτή, εκεί ακριβώς είναι που μπαίνει το μεγάλο ερωτηματικό από τη Δέσποινα Τσιτάκη: μπορεί ο έρωτας να νικήσει το θάνατο έστω και πνευματικά; Είναι δυνατό να καταπραϋνθεί στην ψυχή του ανθρώπου η οργή, το μίσος, ο θυμός, η απελπισία, η ζήλεια, η απελπισία, όλα τέλος πάντων τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα με τα οποία τρέφεται ο Χάρος κι έρχεται να μας αρπάξει ξαφνικά, πριν ακόμη προετοιμαστούμε για μια έστω εκ των προτέρων χαμένη μάχη σε μαρμαρένια αλώνια;
Μπορεί, πρέπει να μπορεί, ο έρωτας να νικά τον θάνατο; Κι έτσι, τη στιγμή που ακούγεται ο τελευταίος ήχος και δεν είναι παρά το χώμα που ρίχνουν οι φίλοι πάνω στο φέρετρο, το ήδη χωμένο στο χώμα, εκεί ο θάνατος να φεύγει ηττημένος κατά κράτος, πήρε ένα κορμί αλλά δεν μπόρεσε να αποσώσει ούτε και θα μπορέσει ποτέ τον έρωτα, το μεγαλείο του να είναι άνθρωπος κανείς, της μεγαλύτερης τιμής του να ζεις, του έρωτα που μπορεί να ξαποστείλει τον θάνατο θριαμβευτής έχοντας πίσω του τους λύκους να καραδοκούν. Όχι για να αρπάξουν αλλά για να προστατέψουν, να ξεπροβοδίσουν, να κάνουν τη μετάβαση υποφερτή, ένα τριαντάφυλλο αμάραντο από τη λύσσα του θανάτου σε ένα κρεσέντο σπαραχτικό μα αναπόφευκτο.
Γιατί αυτό που μετράει είναι η προετοιμασία  για τη μετάβαση: το τέλος θα έρθει για όλους, άλλοτε αργά άλλοτε νωρίτερα από το κανονικό, το θέμα είναι πώς θα μας βρει εμάς: έτοιμους κατά το δυνατό και ολοκληρωμένους, χαρούμενους γιατί περάσαμε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, χαρές, ηδονές και συντροφικότητα ή χαμερπείς, ελεεινούς και θυμωμένους σα να ήταν  μνημόσυνο πένθους η ζωή που πέρασε; Η επιλογή αφήνεται σε εμάς, όχι στο μεγάλο δημιουργό, εάν αυτός υπάρχει μέσα από τα κατασκευασμένα κάτοπτρα και την πολλαπλή προβολή ειδώλων. Η επιλογή βρίσκεται-πάντα βρισκόταν-μέσα μας. Κι όπως προτείνει αδιόρατα η συγγραφέας μέσα από το βιβλίο της μέσω της παράξενης και άυλης Ευδοκίας, "εγώ λέω να ζήσεις". Να ζήσετε λοιπόν μια όμορφη ζωή και να βαδίσετε απολύτως ήρεμοι στο τέλος που δεν είναι παρά μια ακόμη αρχή.





Ο Γιάννης Τσιτσίμης μοιράζει τις ημέρες του ανάμεσα στο Κιλκίς (γενέθλια πόλη, 1966) και στη Θεσσαλονίκη (αιώνια  αγαπημένη). Έχει εκδώσει 4 μυθιστορήματα και έχει σκηνοθετήσει 1 ντοκιμαντέρ, 7 μικρού μήκους ταινίες και 1 μεγάλου.
Άρθρα, κείμενα και κριτικές του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, έντυπα και περιοδικά της Β. Ελλάδας.
Έχει εκδώσει:
- Ο ιερός πάτος του Αγίου Αλκοόλ ( Παρατηρητής - 1996)
- Οι σφαίρες θα χουν τ΄ όνομα σου αγαπημένη ( Τραμ - 2000)
- Η επιστροφή του Ραμόν ( Εγνατία οδός - 2004)
-Της μνήμης ξωτικό που χάθηκε (In extremis - 2009)
- Ενοικιάζομαι (Ένεκεν, 2012)

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012




Το χιόνι είχε παγώσει και ήταν σκληρό, αλλά και εγώ είχα απίστευτη δύναµη. Δεν ξέρω πόσο µου πήρε για να σπάσω τον πάγο, να τον καθαρίσω από το χώµα που σαν βουναλάκι είχα αφήσει δίπλα για να κλείσω το λάκκο. Την έβαλα στα ζεστά, στη γήινη αγκαλιά µιας µεγάλης Μάνας, αφού έριξα µια τελευταία µατιά στα πράσινα µάτια της, τα πεισµατικά ανοικτά, τη σκέπασα και τότε, την ώρα που η νύχτα γίνεται µέρα, σήκωσα τη γροθιά µου στον ουρανό και ούρλιαξα µε την πιο δυνατή φωνή µου.
Ούρλιαξα µαζί µε τους λύκους µου, φωνάζοντας το Χάρο να αναµετρηθούµε τότε, τη στιγµή εκείνη. Να τα βάλει µαζί µου χωρίς να χρειάζεται να µου παίρνει τους πάντες από γύρω µου µέχρι να φύγω. «Σειρά µου ήταν», του υπενθύµισα. «Σειρά µου». Πέταξα το φτυάρι µε τόση δύναµη που την άλλη µέρα το βρήκα έξω από το κτήµα.