Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012



Το χιόνι είχε παγώσει και ήταν σκληρό, αλλά και εγώ είχα απίστευτη δύναµη. Δεν ξέρω πόσο µου πήρε για να σπάσω τον πάγο, να τον καθαρίσω από το χώµα που σαν βουναλάκι είχα αφήσει δίπλα για να κλείσω το λάκκο. Την έβαλα στα ζεστά, στη γήινη αγκαλιά µιας µεγάλης Μάνας, αφού έριξα µια τελευταία µατιά στα πράσινα µάτια της, τα πεισµατικά ανοικτά, τη σκέπασα και τότε, την ώρα που η νύχτα γίνεται µέρα, σήκωσα τη γροθιά µου στον ουρανό και ούρλιαξα µε την πιο δυνατή φωνή µου.
Ούρλιαξα µαζί µε τους λύκους µου, φωνάζοντας το Χάρο να αναµετρηθούµε τότε, τη στιγµή εκείνη. Να τα βάλει µαζί µου χωρίς να χρειάζεται να µου παίρνει τους πάντες από γύρω µου µέχρι να φύγω. «Σειρά µου ήταν», του υπενθύµισα. «Σειρά µου». Πέταξα το φτυάρι µε τόση δύναµη που την άλλη µέρα το βρήκα έξω από το κτήµα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου